φύξηλις — ήλιος και ήλιδος, ὁ, ἡ, Α φυγόμαχος, δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυξ τής μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. φεύγω* (πρβλ. το ριζικό όν. φύξ) + επίθημα ηλ ις (< επίθημα * ēl , πρβλ. ἀνθ ήλ η, χαμ ηλ ός + κατάλ. ίς). Για το ζεύγος φύξ ι ς: φύξ ηλ ις,… … Dictionary of Greek
πρόσφυγας — ο / πρόσφυξ, υγος, ΝΜΑ, θηλ. πρόσφυγας και προσφυγίνα Ν νεοελλ. 1. πρόσωπο που υποχρεώνεται από πιεστικές καταστάσεις να εγκαταλείψει τον τόπο τής μόνιμης διαμονής του και να καταφύγει σε άλλον (α. «οι πρόσφυγες τής Μικράς Ασίας» 8. «πολιτικός… … Dictionary of Greek
πρόφυξ — υγος, ὁ, ΜΑ φυγάς, δραπέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φυξ (< θ. φυγ . πρβλ. αόρ. β ἔ φυγ ον τού φεύγω), πρβλ. πρόσ φυξ] … Dictionary of Greek
φύγαδε — Α επίρρ. σε κατάσταση φυγής («φύγαδ ἔτραπε... ἵππους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φύγα, αιτ. της λ. φύξ, φυγός «φυγή» + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. κρήνην δε), βλ. και λ. φύξ] … Dictionary of Greek
φύξις — εως, ἡ, Α 1. φυγή, το να φεύγει κανείς για να σωθεί 2. διαφυγή, το να αποφεύγει κάποιος κάτι («φύξις θανάτου», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυξ τής μηδενισμένης βαθμίδας τού ρ. φεύγω* (πρβλ. το ριζικό όν. φύξ). Η λ., εκτός από την ενέργεια, θα πρέπει… … Dictionary of Greek
Griechische Spezialitäten — Als griechische Küche wird die Gesamtheit der in Griechenland verbreiteten Gerichte bezeichnet. Die griechische Küche hat jedoch zahlreiche regionale Besonderheiten und eine Vielzahl von Zutaten und Spezialitäten. Inhaltsverzeichnis 1 Wurzeln und … Deutsch Wikipedia
Griechisches Essen — Als griechische Küche wird die Gesamtheit der in Griechenland verbreiteten Gerichte bezeichnet. Die griechische Küche hat jedoch zahlreiche regionale Besonderheiten und eine Vielzahl von Zutaten und Spezialitäten. Inhaltsverzeichnis 1 Wurzeln und … Deutsch Wikipedia
καταφύγιο — Ονομασία έξι οικισμών.1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 195 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αποδοτίας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ … Dictionary of Greek
καταφύξιμος — καταφύξιμος, ον (Α) αυτός στον οποίο μπορεί να καταφύγει κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φύξιμος (< φύξις < θ. φυξ τού φεύγω)] … Dictionary of Greek
κεντρόφυγος — η, ο θηλ. και ος 1. αυτός που έχει την τάση να απομακρύνεται από το κέντρο, φυγόκεντρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. centrifuge (< centri , πρβλ. κεντρο ) + fuge (πρβλ. φυξ < φεύγω). Η λ., στον λόγιο τ. κεντρόφυξ, μαρτυρείται από το … Dictionary of Greek